ἀοίνοις

ἀοίνοις
ἄοινος
without wine
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άοινος — Όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να χαρακτηρίσει π.χ. τη δίαιτα στην οποία απαγορεύεται κάθε είδος οινοπνεύματος. Επειδή η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τον οίνο, ονομάστηκε ά. * * * ἄοινος, ον (Α) 1. ο χωρίς κρασί 2. φρ. «ἄοινοι χοαί»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”